Εμβατήριο απο το «Ολονυχτία της Κρήτης»
του Σπύρου Καίσαρη 1859-1946
..Τιμημένο σπαθί ξεγυμνώνει
Μα ο σουλτάνος σπαθί δεν γροικά
Το βαρύ της χέρι χτυπά
Και η ματιά της λαβώνει.
Xτύπα, χτύπα της θάλασσας Σούλι!
Χτύπα κόρη γλυκειά του γιαλού!
Εδώ οι άνδρες παλαίουν,
Αλλού ζουν ως γυναίκες ή δούλοι.
Από εδώ Σεληνιώτες Λακκιώτες
από εκεί στη φωθιά Σφακιανοί
να βουίζει παντού μια φωνή
σταις σπαθιαίς μας ταις πρώτες.
.Εδώ που στη φτέρη τ'αηδόνι πλανάται,
να στήσομε ελάτε αδέρφια χορό
και στου ήλιου τα πρώτα διαμάντια
ριχνόμαστε αγνάντια σε Τούρκων σωρό
Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη
Τα βαριά της τα σίδερα σπα
Και σαν πρώτα χτυπιέται, χτυπά
Και γοργή κατεβαίνει
Με μεγάλο θεόρατο δόρυ
Όλη νιάτα πετά και ζωή
Και σε τόση φωτιά και βοή
Τρέμουν δάση και όρη
Όπου ρίξει θολή τη ματιά της,
Χίλια όπλα στις ράχες λαλούν...
Ο Ύμνος της Κρητικής Πολιτείας και η "Ολονυκτία της Κρήτης"
Το Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη από την «Ολονυχτία της Κρήτης», είναι το παρακάτω.
Εδώ που στη φτέρη τ' αηδόνι πλανάται,
να στήσομε ελάτε αδέρφια χορό
και στου ήλιου τα πρώτα διαμάντια
ριχνόμαστε αγνάντια σε Τούρκων σωρό.
Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη
Τα βαριά της τα σίδερα σπα
Και σαν πρώτα χτυπιέται, χτυπά
Και γοργή κατεβαίνει.
Με μεγάλο, θεόρατο δόρυ
Όλη νιάτα πετά και ζωή
Και σε τόση φωτιά και βοή
Τρέμουν δάση και όρη.
Όπου ρίξει θολή τη ματιά της,
Χίλια όπλα στις ράχες λαλούν
Και χιλιάδες πετούν πυροβολούν
Τουρκομάχοι μπροστά της.
Τιμημένο σπαθί ξεγυμνώνει
Μα ο σουλτάνος σπαθί δεν γροικά
Το βαρύ της χέρι χτυπά
Και η ματιά της λαβώνει.
Xτύπα, χτύπα της θάλασσας Σούλι!
Χτύπα κόρη γλυκειά του γιαλού!
Εδώ οι άνδρες παλαίουν,
Αλλού ζουν ως γυναίκες ή δούλοι.
Από εδώ Σεληνιώτες Λακκιώτες
από εκεί στη φωθιά Σφακιανοί
να βουίζει παντού μια φωνή
σταις σπαθιαίς μας ταις πρώτες.
Ο Ύμνος της Κρήτης τονίζει ότι, μέσα στης μάχης τη φωτιά για την απελευθέρωση του νησιού είναι οι Σφακιανοί και με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται σωστά η πραγματικότητα. Στους στίχους του, ο ποιητής φαντάζεται την προσωποποίηση της Κρήτης στη μορφή μιας πάνοπλης κοπέλας που, ζωσμένη από τις φλόγες του πολέμου, σπάζει τις βαριές αλυσίδες της σκλαβιάς. Με τα χέρια ελεύθερα πια, περπατεί και σαν να πετά από νιάτα και ζωή, κατεβαίνει από τα βουνά με τους πολεμιστές της για να κονταροχτυπηθεί στους κάμπους με τους κατακτητές. Κι η οχλοβοή της μάχης, κάνει το σύμπαν να τραντάζεται. Συνεχίζοντας, ο ποιητής αποκαλεί την Κρήτη «Σούλι της θάλασσας» και προτρέπει για περισσότερα χτυπήματα. Με τον στίχο «τις σπαθιές σας τις πρώτες» πιθανώς εννοεί τις αλλεπάλληλες Κρητικές Επαναστάσεις.Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη,
τα βαριά της τα σίδερα σπά
Και σαν πρώτα χτυπιέται - χτυπά
και γοργή κατεβαίνει.