Ανατολικό Βερολίνο: 4 Νοεμβρίου 1989. Περίπου μισό εκατομμύριο διαδηλωτές πραγματοποιούν πορεία διαμαρτυρίας, απαιτώντας παραχώρηση ελευθεριών. Η αρχή του τέλους για το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας είχε φτάσει.
Πέντε ημέρες αργότερα ο Γκίντερ Σαμπόφσκι, εκπρόσωπος της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης, παραχωρούσε την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου.
Μετά απο μια σειρά κοινότοπων ανακοινώσεων, στο τέλος, πιθανότατα κατά λάθος, έδινε την είδηση βόμβα. Τα σύνορα ήταν ανοιχτά άμεσα, για όλους όσοι επιθυμούσαν να ταξιδέψουν πέρα από το σιδηρούν παραπέτασμα.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, ο Σαμπόφσκι αποκάλυψε μια απόρρητη απόφαση, που θα ετίθετο σε εφαρμογή την επόμενη ημέρα, για να δοθεί χρόνος στους συνοριοφύλακες να προετοιμαστούν.
Στη δυτική πλευρά της πόλης, ο δημοσιογράφος και παρουσιαστής Γιόχεν Σπρέντζελ ήταν από τους πρώτους που μάθαιναν τα συγκλονιστικά νέα:
«Ξαφνικά και ενώ όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η εκπομπή, ο αρχισυντάκτης μου είπε: “Προετοιμάσου, το τείχος έπεσε και ο Μόμπερ, (δήμαρχος του Βερολίνου εκείνη την εποχή), έρχεται στο στούντιο”.
Τότε δείξαμε πλάνα από εκείνη την περίφημη δήλωση του Σαμπόφσκι και τους πανηγυρισμούς μετά την ανακοίνωση για το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση. Ήμουν εντελώς σοκαρισμένος και ο προγραμματισμός της εκπομπής άλλαξε ξαφνικά. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα συνέβαινε κάτι τόσο σημαντικό.
Κατά τη διάρκεια της ημίωρης εκπομπής που ακολούθησε, αυτοσχεδίαζα, μετά τη δήλωση του Σομπόφσκι. Όσα συνέβησαν είναι σημαντικά ακόμα και για τα εγγόνια μας. Για εμένα ως Βερολινέζο, παραμένει το αποκορύφωμα της καριέρας μου».
Η δήλωση Σαμπόφσκι πυροδότησε τις εξελίξεις, που οδήγησαν στην πτώση του Τείχους. Ο Βιάτσεσλαβ Μοστοβόι, πρώην σοβιετικός ανταποκριτής, που βρισκόταν στην αίθουσα την ώρα της περίφημης συνέντευξης Τύπου, θυμάται τις στιγμές πανικού που ακολούθησαν.
«Η αναφορά έγινε στο τέλος της συνέντευξης. Στην αρχή ο Σαμπόφσκι επαναλάμβανε κοινοτοπίες και προς το τέλος είπε: “Επί τη ευκαιρία, σήμερα λάβαμε την απόφαση να ανοίξουμε τα σύνορα”. Ολόκληρη η αίθουσα πάγωσε. Πίσω μας κάποιοι σηκώθηκαν βιαστικά και έφυγαν τρέχοντας από την αίθουσα. Για όλους εμάς που γνωρίζαμε τις βασικές αρχές της γερμανικής πολιτικής ήταν αναπάντεχο».
Παρότι στη Σοβιετική Ένωση, η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ είχε οδηγήσει σε άρση του ασφυκτικού ελέγχου στον Τύπο, το καθεστώς της ανατολικής Γερμανίας τηρούσε σκληρή γραμμή.
Τις ημέρες πριν την Πτώση του Τείχους, οι δημοσιογράφοι που είχαν κατακλύσει το ανατολικό Βερολίνο έκαναν τη δουλειά τους μετ’ εμποδίων, όπως εξηγεί ο Βιάτσεσλαβ Μοστοβόι.
«Ο συνάδελφός μου Αλεξάντερ Μισλιάκοφ, διάσημος παρουσιαστής στη Ρωσία, ήρθε στο Βερολίνο για να τραβήξει πλάνα για την εκπομπή του. Πήγαμε μαζί στην Πύλη του Βραδεμβούργου.
Ο εικονολήπτης πήρε την κάμερα και άρχισε το γύρισμα. Υπήρχαν θυμάμαι κάποιοι άνθρωποι σε ένα παγκάκι στην Unter den Linden,
Δύο άτομα μας πλησίασαν και μας ρώτησαν αν είχαμε άδεια για το γύρισμα. Μας είπαν, ότι δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε το γύρισμα χωρίς άδεια. Ο συνάδελφός μου έμεινε έκπληκτος»,
Έκπληκτοι όμως ήταν και οι συνοριοφύλακες, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, Στην αρχή θεωρούσαν τα διαβατήρια, όμως όσο περνούσε η ώρα και το συγκεντρωμένο πλήθος μεγάλωνε, οι μπαριέρες σηκώθηκαν, Η διέλευση από τα έξι περάσματα του ανατολικού Βερολίνου προς τη Δύση γινόταν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, ελεύθερα.
«Οδηγούσα το αυτοκίνητο και είχα ανοιχτή την οροφή. Τότε ο εικονολήπτης σηκώθηκε και άρχισε να τραβάει πλάνα. Η στιγμή θα μου μείνει αξέχαστη. Ο κόσμος που μας έβλεπε, μας επευφημούσε. Φώναζαν ζήτω, Δεν είχε σημασία ποιοι ήμασταν στο αυτοκίνητο. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος και χειροκροτούσε όλους όσοι έρχονταν από τα σύνορα. Ζητωκραύγαζαν και έκλαιγαν», θυμάται ο Βιάτσεσλαβ Μοστοβόι.
Ο Γιόχεν Σπρέντζελ περιγράφει πως έζησε τα δραματικά γεγονότα από τη δυτικη πλευρα του Τείχους:
«Δύο ημέρες πριν, είχα σπάσει το πόδι μου στο τρέξιμο. Πηγαινα με πατερίτσες και το ένα πόδι στο γύψο για να παρουσιάσω την εκπομπή. Ήταν επίπονο. Δόξα τω θεώ, μπορούσα να κάθομαι χωρίς να φαίνεται ο γύψος.
Εκείνη την ημέρα, επέστρεψα σπίτι και είπα στη γυναίκα μου: “Άνοιξε γρήγορα την τηλεόραση”.
Και εκείνη μου απάντησε: “Άσε την τηλεόραση. Πάμε στα σύνορα. Ξέχνα το σπασμένο πόδι. Πάρε τις πατερίτσες και πάμε”. Αποδείχτηκε ότι ήταν μια σωστή απόφαση.
Όλη τη νύχτα το Βερολίνο ήταν στο πόδι. Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι στο δρόμο και τότε είδαμε και τα πρώτα αυτοκίνητα από την Ανατολική Γερμανία, τα περίφημα Trabants. Ήταν σαν να είχε ξεκινήσει ένα ατέλειωτο πάρτι και από τις δυο πλευρές. Είδαμε ανθρώπους να χορεύουν πάνω στο Τείχος. Ακόμα και τώρα, 25 χρόνια μετά είναι δύσκολο να περιγράψω όσα συνέβησαν».