Καπνός αναδύεται από την πόλη Κομπάνι στη Συρία, δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία.
Οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους φέρονται να έχουν υπό τον έλεγχό τους το 40% της πόλης, περιλαμβανομένου του διοικητικού της κέντρου.
Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ Σταφάν ντι Μιστούρα κάλεσε την Τουρκία να ανοίξει τα σύνορά της στους εθελοντές Κούρδους που επιθυμούν να πολεμήσουν κατά του ΙΚΙΛ.
Ωστόσο, η τουρκική κυβέρνηση κωλυσιεργεί, εξοργίζοντας τους Κούρδους και διακινδυνεύοντας την εύθραυστη ειρηνευτική διαδικασία με το ΡΚΚ.
«Μας έχουν περικυκλώσει με άρματα μάχης και μας έχουν απομονώσει εδώ. Η τουρκική κυβέρνηση δεν μας αφήνει να περάσουμε τα σύνορα», λέει ένας από τους πολλούς Κούρδους που περιμένουν πίσω από τα σύνορα, τα οποία φρουρούν τουρκικά τανκς.
Η πόλη σφυροκοπείται και οι άμαχοι για ακόμη μια φορά βρίσκονται εν μέσω πυρών. Μόνο τις τελευταίες δύο εβδομάδες 170.000 κάτοικοι κατέφυγαν σε καταυλισμούς στην Τουρκία.
Ένας από αυτούς, ο Φαϊζάλ, πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος στο Κομπάνι, ο οποίος ζει σε καταυλισμό με την οικογένειά του, μας λέει:
«Είδαμε με τα μάτια μας πώς σκοτώνουν παιδιά, πώς απαγάγουν γυναίκες και τις πουλάνε στο παζάρι. Τι είδους άνθρωποι τα κάνουν αυτά; Και μας λένε άπιστους; Θέλω να μου εξηγήσουν ποιος είναι ο άπιστος. Μας λέει ότι έχουμε ξεχάσει τη θρησκεία μας, αλλά αυτοί είναι που έχουν παρερμηνεύσει τη θρησκεία, όχι εμείς».
Για τον Φαϊζάλ, όπως και για τους χιλιάδες πρόσφυγες, ο όρος ζωή ταυτίστηκε πλέον με τον όρο εξορία. Κάθε μέρα, καθώς η επιθυμία της επιστροφής φουντώνει, οι ελπίδες για επάνοδο σβήνουν όλο και περισσότερο.